10/11/2020
|
Δυο Λόγια και τρία Ποιήµατα για τα τριάντα χρόνια από το θάνατο του Γιάννη Ρίτσου (11 Νοεµβρίου 1990).
|
του Jerôme Leroy*
|
|
Γιαννης Ρίτσος
Το κείμενο αυτό γράφτηκε µε την ευκαιρία της κυκλοφορίας στα γαλλικά της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Γιάννη Ρίτσου «Αργά πολύ αργά µέσα στη νύχτα»
Κάποιοι θα θέλαµε να µάθουµε πορτογαλικά για να διαβάσουµε Πεσσόα και νέα ελληνικά για να διαβάσουµε Ρίτσο. Το «Αργά, πολύ αργά µέσα στη νύχτα» είναι µια συλλογή ποιηµάτων που γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια της ζωής του ποιητή, το 87-88.
Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις λόγοι για να αγαπήσεις τον Ρίτσο. Είναι Έλληνας, είναι κοµουνιστής, είναι ποιητής. Έλληνας, σε έναν αποµυθοποιηµένο κόσµο, είναι, ακόµα και τώρα, ένας ωραίος τρόπος αντίστασης. Κοµουνιστής στον εικοστό αιώνα, σε µια χώρα που γνώρισε δύο δικτατορίες και τη ναζιστική κατοχή, ακολουθούµενη από έναν εµφύλιο, όπως και να το κάνουµε χρειάζεται κάποιο θάρρος και κάποια συνέπεια.
Τα ποιήµατα του Ρίτσου, στο «Αργά πολύ αργά µέσα στη νύχτα», γραµµένα σχεδόν ένα κάθε µέρα, ακολουθούν τις εναλλαγές της διάθεσης ενός ανθρώπου που ξέρει ότι το τέλος είναι κοντά. Κάποτε κινούνται στο λυκόφως, κάποτε στο άπλετο φως,
µερικές φορές στο κόκκινο του ηλιοβασιλέµατος, µερικές φορές στο µπλε της θάλασσας, µερικές φορές και στα δύο ταυτόχρονα. Βγάζουν µια ενεργή νοσταλγία,
µια νοσταλγία που χρησιµοποιείται ως τρόπος να γνωρίσεις τον εαυτό σου και τον κόσµο, µια νοσταλγία που µόνο οι παλιοί κοµουνιστές, που γνώρισαν την επαναστατική δύναµη του παρελθόντος, µπορούν να βιώσουν.
Με λίγα λόγια έχουν µια γοητεία, σαν τα κορίτσια που βγαίνουν από το νερό και κάνουν εκείνη τη διαχρονική κίνηση, την ίδια από την εποχή της Αφροδίτης και της Ναυσικάς: στύβουν τα µαλλιά τους, µε το κεφάλι τους ελαφρά γερµένο, τα κορίτσια εκείνα που δεν πεθαίνουν ποτέ, απόδειξη πως κάθε καλοκαίρι τα βλέπουµε να επιστρέφουν.
Παρεµπιπτόντως, ούτε ο Ρίτσος πέθανε το 1990.
Πίνει τον καφέ του -τραπεζάκι έξω- σε ένα καφενείο µιας απόµερης φτωχογειτονιάς του Πειραιά.
Το ξέρω. Τον έχω δει.
-----------------------------------------
Τρία Ποιήµατα
της τελευταίας περιόδου
Η ΔΙΚΗ (1988)
Άλλοι περνούσαν βιαστικά τη λεωφόρο
χωρίς να κοντοστέκουν µπροστά στις βιτρίνες. Οι άλλοι
γύριζαν κουρασµένοι απ’ την κηδεία
µε πανωφόρια πολύ πιο µακριά απ’ όσο συνήθως.
Στην τσέπη τους κρατούσαν ακόµη το µισό παξιµάδι
(εκείνο της µνήµης των νεκρών) αφάγωτο, περιµένοντας,
όταν κανείς δε θα τους έβλεπε, να το πετάξουν
στην πρώτη ερηµική γωνιά. Και πίσω τους η µαύρη µάνα
τα µάζευε ένα ένα σαν πειστήρια δικά της
για τη Μεγάλη Δίκη εκείνων που επιζήσαν.
ΣΤΟ ΥΠΕΡΩΟΝ (1985)
Μετά την παράσταση
έµεινε κρυφά στο υπερώον
στα σκοτεινά.
Η αυλαία ολάνοιχτη.
Εργάτες της σκηνής,
φροντιστές, ηλεκτρολόγοι
ξεστήνουνε τα σκηνικά,
µετέφεραν στο υπόγειο
ένα µεγάλο γυάλινο φεγγάρι,
σβήσαν τα φώτα,
έφυγαν,
κλείδωσαν τις πόρτες.
Σειρά σου τώρα,
χωρίς φώτα,
χωρίς σκηνικά και θεατές,
να παίξεις εαυτόν.
ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ (1985)
Η σόµπα σκούριασε.
Τα µπουριά ξεφλουδάνε.
Οι τοίχοι ραγίζουν.
Στο κάδρο
ένα δέντρο ολοµόναχο
πράσινο ακόµη.
Πούλησες και το ρολογάκι
του χεριού σου.
Νοθέψανε και τον καφέ.
Ένα τσιγάρο ξεχασµένο
καπνίζει στο σταχτοδοχείο.
Λοιπόν,
τόσο µεγάλο κενό, τόση στέρηση,
η ελευθερία;
-------------------------------------------
Πηγές
Κείµενο: http://feusurlequartiergeneral.blogspot.com/
Ποιήµατα: https://whenpoetryspeaks.blog/2014/05/γιάννης-ρίτσος/
Απόδοση από τα Γαλλικά: Σταύρος Λάβδας
*Jerôme Leroy(1964): πολυβραβευµένος σύγχρονος Γάλλος συγγραφέας και ποιητής. Στην ιστοσελίδα της ΔΡΑΣΗΣ είναι αναρτημένο και το κείµενο του «Χαιρετώντας τον Αύγουστο που φεύγει» (Στήλη Άρθρα, Σεπτέµβριος 2019, https://www.drasivrilissia.gr/Articles/Article/3697).
|
|
2518
|
|
|