Γενέθλιος τόπος του πολίτη και της πολιτικής είναι η πόλη
25/4/2014
Τα παραλειπόμενα του Γ.Π.Σ. Βριλησσίων
[Γενέθλιος τόπος του πολίτη και της πολιτικής είναι η πόλη και η ανάγνωση των επεμβάσεων σε αυτή μπορεί να λειτουργήσει εν είδει "πολιτικού δελτίου" σαν άλλη πολιτική θεώρηση των γεγονότων.]
Πώς, εν καιρώ ειρήνης, ο πολεοδομικός σχεδιασμός μετατρέπεται σε πολιορκία, δηλαδή σε επιχείρηση πολεοδομικής (όχι ανασυγκρότησης) αλλά παγίδευσης των κατοίκων σε ένα πεδίο αποτρεπτικό κάθε εναλλακτικής πρότασης ή διεξόδου.
Για τα διαπιστωμένα ήδη από τη δεκαετία του ’60 προβλήματα ανεξέλεγκτης μεγέθυνσης του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας, ο Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας (Ο.Ρ.Σ.Α.) συστάθηκε, με τον Ν.1515 του ‘85, για να συνδέσει ένα όραμα κοινωνίας -όραμα που εκείνη την εποχή φάνταζε ακόμη εφικτό- με ένα όραμα για την πόλη και το περιβάλλον της. Ο Οργανισμός θα λειτουργούσε σαν ένα συνθετικό κι επιτελικό εργαλείο σχεδιασμού με σκοπό ν’ ανταποκριθεί στα πολυδιάστατα και πρωτόγνωρα χωροταξικά προβλήματα της εποχής μας.
Ενώ όμως, αφετηριακά, ο Ο.Ρ.Σ.Α. είχε ορίσει μέτρα για την ανάσχεση της διάχυσης της αστικοποίησης στο Λεκανοπέδιο, γνωρίζοντας τους κινδύνους που αυτή εγκυμονούσε για την Αττική και το σύνολο της Επικράτειας, στη συνέχεια δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί. Από τα «πάνω» μιας κυβέρνησης ευρύτατης αποδοχής, χάθηκε η τελευταία ευκαιρία για μια χωροταξική ρύθμιση, περιβαλλοντικά ισόρροπη και κοινωνικά δίκαιη· με το: «Αντώνη, έγραψες Ιστορία!» του Α. Παπανδρέου κατά την αποπομπή του υπουργού Α. Τρίτση από το Υ.Χ.Ο.Π., η συγγραφή της Ιστορίας δόθηκε πίσω στους σπεκουλαδόρους γης και σε εργοληπτικές και προμηθευτικές εταιρείες, για να συνεχίσουν να τη συγγράφουν αναμεταξύ τους «αμεσοδημοκρατικά κι αδιαμεσολάβητα» πάνω στη ράχη της Αττικής.
Ο νόμος για τον Ο.Ρ.Σ.Α. δεν υπογράφηκε καν από τον εμπνευστή του αρχιτέκτονα-πολεοδόμο, παρά από τον διάδοχο του στο υπουργείο Πολιτικό Μηχανικό Ε. Κουλουμπή που σύντομα ένωσε το Υ.Χ.Ο.Π. με το Υπ. Δημοσίων Έργων. Στη συνέχεια, επιλογές για τεχνικά έργα μεγάλου μεγέθους κι εντυπωσιακής κινητοποίησης πόρων για την εξυπηρέτησή τους, προπαγανδίστηκαν για να καταγραφούν νεφελωδώς στις συνειδήσεις ως «αναπτυξιακές» και να κατοχυρωθούν, νομοθετικά, ως απόλυτης, 1ης προτεραιότητας, με τις ευλογίες του «Ιερατείου» (Τρίτσης), δηλαδή των μηχανικών εκπροσώπων του ΤΕΕ, του «Τεχνικού Συμβούλου της Πολιτείας», όπως αρέσκεται να αυτοαποκαλείται. Μέσω της παραμόρφωσης που υπέστη από νομοθετικές τροποποιήσεις, προκειμένου να ευθυγραμμιστεί σε αυθαίρετες επιλογές, ο Ο.Ρ.Σ.Α. κατέληξε στην πράξη να καλλωπίζει την υπανάπτυξη του Λεκανοπεδίου, προσδίδοντάς του «πινελιές ανάπτυξης» χρηματοδοτούμενης κατ’ ανάγκη από τα ψιχία -σαν εκείνα του πτωχού της παραβολής- τα πίπτοντα εκ της τραπέζης των μεγάλων έργων.
Έτσι, υποχρεώθηκε να καταπίνει τις «καμήλους». δηλαδή χωροθετήσεις και κατασκευές όπως του νέου αεροδρομίου στα Σπάτα, του μετρό, της Αττικής οδού, των Ολυμπιακών έργων κι εκτεταμένων πολεοδομήσεων σε αγροτική γη, απλά επικυρώνοντας όλους τους επί μέρους σχεδιασμούς που του υποβάλλονταν από τους φορείς-διεκπεραιωτές των «μεγάλων έργων», ενώ από την άλλη συνέχισε να διυλίζει τον κώνωπα κατά τις εγκρίσεις των Γ.Π.Σ. των Δήμων της Αττικής. Ενέκρινε δηλαδή, όλες τις μεγάλες και καθοριστικές -όμως απόλυτα αντιαναπτυξιακές κι αντίθετες στον προορισμό του- επιλογές των εκάστοτε πολιτικών προϊσταμένων του οι οποίοι δια νόμου τον κατέστησαν αδρανή ως προς αυτές, ενώ προσπαθούσε την ίδια στιγμή, δίδοντας μάχες οπισθοφυλακής, να συμμαζέψει τις καταιγιστικές επιπτώσεις των ίδιων επιλογών σε όλους τους δήμους της Αττικής. Με ξεδοντιασμένη την επιτελικότητά του κι έχοντας υπερβεί κάθε όριο ελαστικότητας στην προσπάθειά του να συνθέτει «ανάρμοστα» μεταξύ τους στοιχεία, ο Ο.Ρ.Σ.Α. προεικόνισε με την αποτυχία του κείνην του συνόλου της Επικράτειας γιατί όχι μόνο κακοποιήθηκαν, χάριν της Αττικής, πόροι (φυσικοί, κοινωνικοί, κτλ.) για διαλυτικά της κοινωνικής συνοχής και αντιπαραγωγικά έργα, πόροι τους οποίους στερήθηκε η υπόλοιπη Επικράτεια, αλλά και γιατί συγχρόνως εξήχθη προς την τελευταία, ως πρότυπο, το άθλιο μοντέλο εξέλιξης της ‘Πρωτεύουσας’. Το ναυάγιο αυτού του αδιέξοδου -χωροταξικά και πολιτικά- μοντέλου ζούμε στις μέρες μας.
Εστιάζοντας τώρα στο Δήμο Βριλησσίων, η αναφορά στον Ο.Ρ.Σ.Α. έγινε γιατί πρόσφατα το απολίθωμά του ‘τόλμησε’ να μην εγκρίνει αυτούσια την εκτός τόπου και χρόνου μελέτη τροποποίησης του ΓΠΣ Βριλησσίων. Ο Δήμος εμμένει -μεταξύ πολλών άλλων άτοπων εκτιμήσεών του- στη βασική εκτίμηση ότι ως μέγιστος θεωρητικά πληθυσμός του δήμου για το έτος 2021 δεν μπορεί να ληφθεί μικρότερος των 55.000 κάτοικων, κι επομένως δεν αποδέχεται τον πληθυσμό 50.000 κάτοικων που αντέτεινε η Εκτελεστική Επιτροπή του Ο.Ρ.Σ.Α.! Παρακμιακότερος του παρηκμασμένου ελεγκτή του, ο Δήμος, χαρακτηρίζει τη μείωση της τάσης αύξησης του πληθυσμού από το 54,38% της δεκαετίας 1991-2001 στο 19,85% της δεκαετίας 2001-2011 σαν ‘προσωρινή’ και οφειλόμενη στη δύσκολη οικονομική ‘συγκυρία’. Δηλαδή, αναμένει επανάκαμψη της ίδιας αναπτυσσόμενης, δια τεχνικών έργων, υπανάπτυξης που ‘διακόπηκε’ από την ‘οικονομική κρίση’ αρνούμενος να δει πως στην πραγματικότητα τίποτα δεν διακόπηκε κι ότι αντίθετα συνεχίζεται, πιο εντατικά και πιο βαθειά, αυτό ακριβώς που δεν διακόπηκε: η υπανάπτυξη.
Έτσι, όπως οι κερδοσκόποι γης διαφήμιζαν οικόπεδα 10’ λεπτά από την Ομόνοια (με αυτοκίνητο εννοείται) η Δημοτική Αρχή, σαν κοινός Ξενοδόχος, διαφημίζει την επιχείρησή της, εκθειάζοντας την προσβασιμότητά της μέσω του αερολιμένα, της Αττικής Οδού, του Προαστιακού και του Μετρό. Διαφημίζει τη δυνατότητα του Δήμου να "φιλοξενήσει" ένα πληθυσμό τουλάχιστον 15000 επί πλέον κατοίκων χωρίς να χάσει την «ειδυλλιακότητά» του αφού πέρα από τα λίγα ακόμη αδόμητα οικόπεδα έχουμε και την περιοχή Κρασσά, δηλαδή τα τελευταία εναπομείναντα εκτός Σχεδίου Πόλης 150 στρέμματα ενός Δήμου συνολικής έκτασης μόλις 3850 στρεμμάτων.
Είναι φανερό ότι η όλη μελέτη, που κόστισε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ στον Δήμο, συντάχθηκε με κύριο στόχο να αιτιολογηθεί η ένταξη αυτής της περιοχής στο σχέδιο, όχι μόνο για να ικανοποιηθεί η παγιδευμένη εκλογική πελατεία των αυθαίρετων οικιστών της περιοχής, όχι μόνο για να δοθούν εργολαβίες για την κατασκευή υποδομών (δρόμοι, δίκτυα, κτλ) αλλά και για να δημιουργηθεί τεχνητά η υπεραξία που αναμένουν να καρπωθούν νεόκοποι "επενδυτές" γης στην περιοχή. Την καθυστέρηση έλευσης της πολυπόθητης υπεραξίας για τους ολίγους ορίζει ως «κρίση» η Δημοτική μας Αρχή κι όχι το γεγονός ότι οι πολλοί ανακαλύπτουμε πως τα σπίτια μας έχουν απολέσει εκτός από την εμπορευματική τους αξία, κι αυτή την αξία χρήσης τους εξ’ αιτίας ενός εχθρικού δημόσιου χώρου.
Κατά τη Δημοτική Αρχή τίποτα δεν απειλεί το λαμπρό μέλλον του προαστίου, κρίνει μάλιστα ότι 15 με 20 χιλιάδες νέοι κάτοικοι προστιθέμενοι στους υφιστάμενους 35 με 40 χιλιάδες κατοίκους δεν είναι ένα τρομακτικό ενδεχόμενο αλλά μάλλον κάτι το εξαιρετικά επιθυμητό για το Δήμο μας. Κι ας αυξάνει το ‘απόθεμα’ άδειων σπιτιών και καταστημάτων στον Δήμο, όπως -από χρόνια- στο κέντρο της Αθήνας, κι ας φεύγουν νέοι με δυνατότητες προσφοράς στα κοινά πίσω στους τόπους καταγωγής τους ή σε άλλες χώρες, κι ας αποφεύγουν όσο δεν παίρνει, αυτοί που μένουν, να κάνουν οικογένεια, κι ας αποδημούν, αβοήθητοι κι ολίγο νωρίτερα, οι γεροντότεροι. Δεν τρομάζει με το ενδεχόμενο ένα μεγάλο μέρος των δημοτών, παλαιών και νεοφερμένων, να βρεθούμε χρεωμένοι, υπό καθεστώς ανελέητης φορολογίας, ανασφάλιστοι υγειονομικά, χωρίς εργασία ή έσοδα από άλλες πηγές, με τις παροχές ηλεκτρικού ρεύματος -ακόμη και νερού- κομμένες, εγκλωβισμένοι στις «μονάδες κατανάλωσης», δηλαδή στις αστικές μεζονετούλες και τα διαμερίσματα πολυκατοικιών που μας στεγάζουν αλλά και μας απομονώνουν. Ούτε ενοχλείται από το πιο τραγικό κι εγκληματικό συνάμα, να διατελούμε αποκομμένοι από φυσικούς και κοινωνικούς πόρους δηλαδή εμποδισμένοι στη δημιουργία νέων και λειτουργικών κοινοτικών και παραγωγικών σχέσεων μεταξύ μας κι εμποδισμένοι στη χωροθέτηση των αναγκαίων αλλαγών χρήσεων στα υφιστάμενα κτίρια αλλά και στα λιγοστά υπόλοιπα φυσικού ή αδόμητου περιβάλλοντος του Δήμου. Η δημοτική Αρχή επιδιώκει τη δόμηση κατοικιών και στις λίγες εναπομείνασες αδόμητες ή εκτός Σχεδίου εκτάσεις ενώ δεν είναι ικανή να δεσμεύσει ούτε τη μισή έκταση γης για κοινόχρηστους χώρους και κοινωφελείς χρήσεις ακόμη και για τον σημερινό πληθυσμό.
Άραγε, αν κάποιος ήθελε να μας εξοντώσει "ειρηνικά" τι άλλο, πιο αποτελεσματικό, θα μπορούσε να κάνει; Τι πιο αποτελεσματικό από το να μας κρατήσει ομήρους στη λογική της «προόδου του»; Στην ψευδαίσθηση, δηλαδή, πως αυτή η «πρόοδος» απολήγει σε οτιδήποτε άλλο εκτός από ομηρία σε ανεξέλεγκτες από τους κατοίκους δομές;
Συμπέρασμα: είτε για το ΓΠΣ Βριλησσίων πρόκειται είτε για οτιδήποτε άλλο, όσο δεν καταφέρουμε να δούμε όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης ως Μεταχούντα, δηλαδή ως περίοδο κατά την οποία, με δημοκρατικό προκάλυμμα κι επίφαση ευμάρειας, συνεχίστηκε η υπανάπτυξη (της χούντας κι ακόμη πιο πίσω) σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής, πολιτισμό και παιδεία, οικονομία και πολιτική, τόσο η αντιμνημονιακότητά μας θα παραμένει ρηχή, κενή περιεχομένου. Ως αντιμνημονιακοί, δεν θα έχουμε συνδράμει παρά στην τελευταία σπασμωδική αντίσταση πριν τη σιγή ενός κοινωνικού σώματος οριστικά βυθισμένου στην κινούμενη άμμο μιας, όχι πια «αναπτυσσόμενης» αλλά πλέον «οριακής» υπανάπτυξης ταυτισμένης με την ανυπαρξία.