Εισαγωγική Δράση, εν είδει πύλης εισόδου για την Άλλη Πόλη
10/4/2014
Του Λάμπη Λαζάνη
Αν η ζωή μας σαν κοινότητα ανθρώπων είχε περιεχόμενο, νόημα, αν υπήρχε αληθινή έγνοια για φτάσιμο σε μια, με ανθρώπινα μέτρα, πληρότητα για τον καθένα γύρω μας, όχι βέβαια χωρίς και τη δική του προσπάθεια, τότε και η περιβάλλουσα -φύση και κτίσματα, κενά και πλήρη- πόλη μας θα ήταν όμορφη, με τα σπίτια, τα εργαστήρια και τα μαγαζιά, τους δρόμους και τους κήπους της, όλα αρμονικά δεμένα μεταξύ τους. Φτωχά και λιτά ίσως, αλλά πάντως όμορφα· ουκ εν τω πολλώ το ευ.
Καθώς όμως η στενή συνάφεια μεταξύ της πόλης και των ανθρώπων μέσα της κρατάει γερά, γερά, ακόμη και υπό καθεστώς κρίσης, συμβαίνει, οι απρόσωπες, ασύνδετες και όμηροι του κρατισμού τους αντικοινωνίες μας να οικοδομούνε πόλεις, εξ΄ ίσου απρόσωπες, ουδέτερες κι αφιλόξενες για κάτοικους που, αδυνατώντας να προσαρμοστούμε, εμφανίζουμε συμπτώματα εγκλεισμού.
Γι’ αυτό και η αγορά ψευδαισθήσεων διαφυγής από τη σύγχρονη πόλη, επειδή ακριβώς καλύπτει μιαν αληθινή ανάγκη, συνιστά ραγδαία αναπτυσσόμενο κλάδο της αντιπαραγωγικής οικονομίας της· από τις πιο ανώδυνες διαφυγές ως τις πιο ακραίες, όλες υπόσχονται εξαίρεση από τη γκρίζα μοίρα του κοινού θνητού, όπως οι προσφορές για ταξιδιωτικές ‘αποδράσεις’, τα τυχερά παιχνίδια και τα λαχεία, η στράτευση σε κόμματα, πολιτικές ή μεταφυσικές σέχτες, σε φιλαθλητικές ή παραστρατιωτικές οργανώσεις, η έξοδος για σουλάτσο στις γειτονιές του διαδικτύου, τα ακραία σπορ, μέχρι τις διαφυγές στον αλκοολισμό, τα ναρκωτικά, την πορνεία, το κοινό έγκλημα, τη νεύρωση, την τρέλα, τον θάνατο· καθεμιά προσφέρεται, στα μέτρα και κατά τις ανάγκες της στιγμής του καθένα, σαν η περισσότερο ανώδυνη μετάβαση στην Άλλη Πόλη που ωστόσο πάντα μας διαψεύδει αφήνοντάς μας κενούς, γιατί όλες σε καλούνε πρώτα ν’ αποδεχθείς, σαν αμετάκλητο, το ρημαδιό της δικής σου πόλης ή ό,τι απόμεινε από αυτή και μετά (σε καλούνε) να σηκωθείς να φύγεις, φυγάς από το Εδώ, πρόσφυγας στο κάθε Αλλού, και τούτα, παρά την έγκαιρη και γεμάτη συμπόνια διαπίστωση του ποιητή μας: έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ, στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες1.
Αν όμως δώσουμε πίστη στον λόγο του ποιητή κι αποδεχθούμε τη ματαιότητα της φυγής για μιαν άλλη ζωή, τότε, αν επιμένουμε στην ύπαρξη ελπίδας για ζωή, αυτή θα βρίσκεται αναγκαστικά κοντά μας, ανιχνεύσιμη εδώ κι εν στάση, αλλά μόνο αν η εξωτερική ακινησία μας -λέγεται και στασιασμός, ανυπακοή, ανταρσία- συνδυάζεται με μια κίνηση εσωτερική, μια εκ των έσω "αλλαγή στάσης", μεταστροφή ή μετάνοια: αυτό το ‘ρήμαξες’ που μας απευθύνει ο ποιητής, αν μας πονάει, που μας πονάει, αλλιώς δεν θα σηκωνόμασταν για το μάταιο φευγιό, έχει τη δύναμη να γίνει η αφετηρία που ζητούσαμε ως τώρα στο Αλλού ενώ ήταν πάντα δίπλα μας. Όσοι πονάμε, πρώτα για το δικό μας ρημαδιό (ερήμωση) ανακαλύπτουμε την ελευθερία σαν ανάληψη ευθύνης· η ευθύνη μας είναι να πράττουμε, ελεύθερα, ό,τι περνάει από το χέρι μας και συμβάλλει για να γίνει η έρημος πιο υποφερτή, δηλαδή κατοικήσιμη από ανθρώπους κι όχι μόνο από θηρία. Γι’ αυτό και ο πόνος πρέπει να είναι καλοδεχούμενος, σαν πόνος-λυτρωτής που -κατά βάθος- είναι: καλούμαστε να γίνουμε φιλόπονοι, όχι φυγόπονοι, ν’ αρνηθούμε κάθε αναισθητικό ή σκληρυντικό της καρδιάς, να διώξουμε την απονιά.
Η Άλλη Πόλη είναι εδώ και την είσοδό της τη φυλάγει ο Πόνος. Αν όμως «φεύγω», τον πόνο και τη συμπόνια μου, δεν έχει πέρασμα για εμέ, δεν έχει οδό!
1- από το ποίημα «η Πόλις» του Κων/νου Καβάφη.