Η «Δράση», ο Κασπάρωφ και οι μάγκες που δεν τους πάτησε το «τραίνο» γιατί δεν μπήκαν σε «γραμμές»
2/3/2014
Του Γιάννη Τσίχλα. Εμπνευσμένο από μια συζήτηση στο συντονιστικό της "Δράσης"
Η ύπαρξη της Κίνησης «Δράση για μια άλλη πόλη» στα Βριλήσσια, κεντρίζει το ενδιαφέρον της προσέγγισης διαφόρων πλευρών του προεκλογικού φαινομένου, συνέπεια ακριβώς της θέσης που έχει η Κίνηση στο επίκεντρο των τοπικών πολιτικών πραγμάτων.
Η «Δράση» είναι σαφώς διαφοροποιημένη απ’ τις επιλογές των άλλων συνδυασμών. Οι προγραμματικοί στόχοι που δεσμεύεται να υλοποιήσει, ναι μεν είναι «προεκλογικοί», όμως είναι σαφές πως οι Βριλησσιώτικες δυνάμεις που συσπειρώνει, αποδείχνουν την συνέπειά τους, απ’ όποια θέση κι αν τις κατατάξει το κάθε εκλογικό αποτέλεσμα.
Η συνέπειά της «Δράσης» στη βαθιά πολιτική, ενωτική λογική του «κινήματος πολιτών», όπως την υλοποιεί ήδη, έχει φέρει αποτελέσματα που τα εκτιμούν οι υποστηρικτές και ψηφοφόροι της. Σαφώς είναι κάτι «νέο», που παραμένει «νέο», αν και έχει οκταετή σταθερή διαδρομή. Εκφράζει τη δυναμική, στη βάση της κοινωνίας, που με κάθε ευκαιρία ξεπετά και ένα αυθάδικο «νεογέννητο», που καλείται να μπουσουλήσει, να περπατήσει. Να δράσει και να αποδώσει όσο το ίδιο έχει λόγους, εξαντλώντας τα όρια που του θέτουν οι αμείλικτες ιστορικές συγκυρίες, στο κυκλικό εξελικτικό σπιράλ.
Τελικά, τι σημαίνει αριστερή πολιτική; Υπάρχουν κάποιες «στάνταρ» αριστερές αρχές, που την κάνουν διακριτή; Και εάν ναι, πού είναι η πιο πλατιά ενότητα των αριστερών αντιμνημονιακών - αντικαλλικρατικών (κατά δήλωσή τους) κομμάτων και παρατάξεων, που επιτάσσουν οι σημερινές ανάγκες; Που είναι το κυρίαρχο αριστερό όραμα στο κινηματικό πεδίο, που θα εμπνεύσει ριζοσπαστικές ανατροπές;
Η γενικευμένη οξεία «αντι-μνημονιακο-καπιταλιστική» κριτική, ενώ στις μέρες μας κάνει σουξέ, έχοντας προκαταβολικά εξασφαλισμένη τη «μαζική» αποδοχή, ενώ οι «φορείς της» βγαίνουν περίπου ως οι «σοφοί» της υπόθεσης, δεν φαίνεται να φέρνει τα επιθυμητά άμεσα αποτελέσματα διεξόδου.
Ζητούμενο (και όχι δεδομένο), αντικείμενο της κριτικής σκέψης εκ των πραγμάτων, είναι: αφού η Δεξιά κάνει καλά τη δουλειά της, η Αριστερά τι κάνει; Για να μη παρεξηγούμαι, οφείλω να υπενθυμίζω πως η κριτική μου τείνει προς τη κατανόηση των καταστάσεων και όχι προς την καταδίκη. Καταδικαστικές ή μη, είναι οι ίδιες οι καταστάσεις, απέναντι σε αυτές δίνουμε λόγο, όσοι θέλουμε να έχουμε λόγο και έργο, επ’ αυτών.
Θεωρώ ότι, για τ’ αριστερά κόμματα η «κρίση» εξακολουθεί να έχει καθαρά ιδεολογικό περιεχόμενο, καθ’ ότι κανένα δεν μπόρεσε να ορίσει στοιχειωδώς τι σημαίνει «κρίση» με πολιτικούς όρους, πάνω στο άμεσο του πράγματος, δηλαδή πάνω σ’ αυτά που ενώ είχαν προβλεφθεί, (άπειρα ντοκουμέντα!)και που τελικά συνέβησαν, βρέθηκε ολικώς απροετοίμαστη να εκμεταλλευτεί. Η κοινωνική πλειοψηφία βρέθηκε ακάλυπτη στις ορέξεις των κάθε είδους κερδοσκοπικών αρπακτικών, αφού πέρασαν άνετα (και με το παραπάνω!), οι μνημονιακές εφαρμογές.
Τι στο καλό συνέβη τελικώς και ξαναγυρίζουμε σε βιωματικές τραυματικές καταστάσεις (π.χ. 1965-1989), όπου όλα τα κατ’ εξοχήν πολιτικά ζητούμενα ανάγονται σε εκλογικά ζητούμενα, υποταγμένα στην άμεση προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης; Πως δηλαδή, μεταφέρεται το παιχνίδι αποκλειστικά στο κοινοβουλευτικό πεδίο που, με το γύρισμα κάθε «κύκλου», η Δεξιά κυριαρχεί κερδίζοντας επανειλημμένως, με όλα τα ιστορικά δεδομένα επανάληψης (φαρσοτραγικής) σε πλήρη ισχύ; Ας αποδειχτεί το αντίθετο και ας βγω ο χειρότερος ψεύτης.
Και μην μου πείτε για τους αγώνες που έγιναν και εξελίσσονται, γιατί μια στοιχειώδης γνώση των πραγμάτων αποδείχνει τεράστιες αναντιστοιχίες. Μαζικότεροι και αποφασιστικότεροι αγώνες γίνονταν στα 1980 - 85.
Και μην μου πείτε για δυσκολότερες συνθήκες κρίσης, ανεργία- καταστολή κλπ, γιατί αριστερή πολιτική νοείται ακριβώς αυτή που κατάλληλα προετοιμασμένη, αξιοποιεί τις εκάστοτε, πάντα πρωτόγνωρες κρισιακές συνθήκες και τα διαχειριστικά ελαττώματα του συστήματος.
Άλλωστε, οι ριζοσπαστικές - ανατρεπτικές εξελίξεις σε συνθήκες κρίσεων ευδοκιμούν, π.χ. 1871-1917-1942, εφ’ όσον υπάρχει η κατάλληλη πολιτική που αναγάγει την φτώχεια την πείνα την εξαθλίωση, σε πολιτικό στοχασμό, δένοντας ιδέες, οράματα, και πρακτικούς στόχους, μέσα στο άμεσο ζητούμενο της κάθε επιμέρους δράσης.
Αυτά είναι θεωρητικώς αποδεκτά από τα σημερινά αριστερά κόμματα, ενώ επιπλέον ισχυρίζονται ότι αγωνίζονται γι’ αυτά. Ας αποδείξουν όμως, που είναι οι κινηματικοί θεσμοί που θα εκφράσουν στη πράξη αυτή τη σύνθεση του οράματος με τον αγώνα, για τα σημερινά άμεσα ζητήματα επιβίωσης που η κρίση δημιουργεί.
Σε τι κατάσταση βρίσκονται τα σωματεία εργαζομένων, οι Δήμοι, οι διάφοροι σύλλογοι, οι περίφημες λαϊκές επιτροπές, που ως μεγάλες κατακτήσεις του «μαζικού κινήματος», είχε εντάξει υπό την καθοδήγησή της, από τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια και που σήμερα, αντί να είναι έτοιμες από καιρό να αναλάβουν την υπόθεση και να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες ανατροπών, βρίσκονται σε αποσύνθεση, υπό καθεστώς ανασυγκρότησης και επαναπροσδιορισμού;
Είναι προφανές ότι μιλάνε για την επόμενη κρίση, αφού στην παρούσα, (με την εξουσία να τριγυρίζει στο δρόμο αδέσποτη), οι ίδιες οι αριστερές ηγεσίες με τα κόμματά τους υπό ανασυγκρότηση και επαναπροσδιορισμό βρίσκονται (και κατά δήλωσή τους), σε κατάσταση ιδεολογικής και οργανωτικής ανεπάρκειας.
Θεωρώ αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ηγεσίας να έχει όποιες «αρχές» θέλει, να τις κατασκευάζει με όποια «υλικά» θέλει. Το ζήτημα που μας αφορά, προκύπτει με τις συνέπειες που αυτά επιδρούν συνολικά, επιβαρύνοντας το ήδη αρνητικό κλίμα, με ένα εκτεταμένο πεδίο αντι-θέσεων χωρίς ...θέσεις!
Κλίμα που καταφανώς ευτελίζει τη πολιτική διαδικασία και τις προσπάθειες άμεσης ενωτικής δράσης, μετατοπίζει το κέντρο βάρους από εκείνα που ενώνουν και τις κοινωνικο-ταξικές τους αιτίες, σε παραπολιτικές, ρομαντικές αντιλήψεις, επιπέδου «ενδο-συζυγικών» διενέξεων που οδηγούν στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης. Με την «ένστιχτον καχυποψίαν», ως μέθοδο ανάλυσης δεδομένων και σύνθεσης στόχων, ελάχιστα μπορούν να γίνουν.
Σ’ αυτό γενικά το πλαίσιο, στο νέο κύκλο που ανοίγει, σε δυσμενέστερες συνθήκες για τον κάθε πολιτικό αγώνα, οι προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις αναζητούν το «Νέο». Συμβάλλοντας σ’ αυτό η «Δράση για μια άλλη πόλη» διαμορφώνει θέσεις και απόψεις επί των καταστάσεων, προσεγγίζοντας τη δοσμένη Βριλησσιώτικη πραγματικότητα, μέσα από το σύνολο των δραστικών παρεμβάσεων, σε όσα επίπεδα και επιμέρους κινήματα γίνεται κατορθωτό.
Είναι κατανοητό ότι με κόπο και αγώνα οικοδομείται η όποια «ενωτική βάση», που γύρω της υφαίνεται ο προοδευτικός ιστός, μέσα στον οποίο, ο κάθε συναγωνιστής, το κάθε κόμμα, πρέπει να αποδείξουν τις πολιτικές «αρχές» τους. Με βασικότερη: το σεβασμό της πραγματικότητας και των ανεξάντλητων περιθωρίων δράσης που προσφέρει -σε όσους έχουν επαφή μαζί της.
Πραγματικότητας, που νομοτελειακά, κινείται με τις εντελώς δικές της πανίσχυρες «αρχές», που επιβάλλεται -μας αρέσει δε μας αρέσει- αφήνοντας ξεκρέμαστες τις όποιες «ηγετικές αρχές», όσες, σε σχεδόν μόνιμο οίστρο, καιροσκοπούν, βλέπουν μόνο «ψηλά» στις «μεγάλες πολιτικές αρχών», σε «χρίσματα» και ποσοστά που βγάζουν Δημάρχους, κυβερνήσεις, προέδρους.
Τα ποσοστά ενίοτε έρχονται, (με το γνωστό νερό στο κρασί), όμως στο αμέσως επόμενο γύρισμα του κάθε κύκλου, κερδισμένη βγάζουν τη Δεξιά, (το ξεκρέμασμα που λέγαμε) αφού το «νερό» είναι «δεξιό» και δυστυχώς μας βγαίνει και «ξινό», αφού -μας αρέσει δε μας αρέσει- αφ’ ενός το πίνουμε όλοι για να ζούμε, αφ’ ετέρου ποτίζει τις αντιλαϊκές εξουσίες.
Η απόλυτη σχετικότητα που χαρακτηρίζει τη «Δράση», είναι η μεγάλη της δύναμη. Η προγραμματική της διακήρυξη αποτυπώνει, κατά τη γνώμη μου, τη μέγιστη τελειότητα της μέσω των ατελειών της, διεπόμενη απ’ τη βιωματική (και όχι ιδεολογίστικη) σχέση της με την πάντα ατελή πραγματικότητα. Εξ’ αυτού και η διαλεκτική ενότητα εντός της, που εκπέμπεται εκτός της, με τις πανθενωτικές προγραμματικές της προτάσεις, «δουλεμένες» ήδη, στη κοινωνική μέση συνείδηση, με το σχετικό ξεκαθάρισμα των τρόπων και μεθόδων που αυτές υλοποιούνται, κάνοντας απλούστερο και σαφέστερο το ξεχωριστό τοπικό «στίγμα της».
Με συνειρμική εξέταση γεγονότων, γίνεται κατανοητό ότι ο φόβος κάθε εξουσίας είναι από πολιτικές που δεν τηρούν καμία δεδομένη «αρχή», απόλυτα αφοσιωμένες στο σκοπό τους, άμεσα προσαρμόσιμες σε πραγματικές συνθήκες.
Είναι ιστορικό δεδομένο, που μόνο ανιστόρητοι δεν κατανοούν πως: με «αρχές» προ- έτοιμες, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να υπάρξουν ούτε για δείγμα, παντός είδους, ανατρεπτικές - ριζοσπαστικές πολιτικές. Πως θα μπορούσε ο Κασπάρωφ να γίνει μάγκας παίζοντας με «κανονικούς» κανόνες; Το «ακανόνιστο» που εφευρίσκει, κερδίζει στη σκακιέρα γιατί αχρηστεύει κάθε πρόβλεψη του αντιπάλου. Και αυτό που επιπλέον συγχύζει, κάνοντας κουβάρι τους αντιπάλους της «Δράσης», είναι το ότι τους αναγκαίους ελιγμούς, τις αποτελεσματικές τακτικές δράσης της, δεν τις «αγιάζει» ανακηρύττοντάς τες πανηγυρικά -συνεδριακά, σε καταστατικά άρθρα «πίστης», δίνοντάς τους ανούσια υπεραξία πάνω ή κάτω από τραπέζι παραπολιτικών συνδιαλλαγών, για εξασφάλιση θώκων.
Τις τοποθετεί, επενδύοντας στην άμεση και προοπτική τους αξία, πάνω στο τραπέζι που στρώνει η ζωή σε απόλυτη αγωνιστική αντίθεση με τα προβλήματα και τις πολιτικές που τα δημιουργούν! Είναι μεγάλη Κασπαρωφική μαγκιά σήμερα, τα όπλα που προσφέρει η ίδια η ζωή, να μη τα τοποθετείς πάνω σε «καταστατικές» γραμμές κομματικού τραίνου, που περνώντας ακρωτηριάζει ότι κομμάτι περισσεύει έξω από τις γραμμές. Αυτή η «μαγκιά» είναι μια αλήθεια, που κατανοείται βιωματικά και όχι «γραμμικά».
Αυτή η βιωματική σχετικότητα ως απεριόριστη «μαγκιά» προκύπτει προς διερεύνηση, για όσους την εννοούν ως ζώσα κατάσταση, και όχι ως βάθρο προσκυνήματος «λεξικών αρχών». Την εντελώς απρόβλεπτη μαγκιά, που κατά τα γεγονότα είναι χωρίς αρχές, ά-ναρχη, γιατί ακολουθεί κατά πόδας την αστάθμητη ροή της ζωής, δημιουργώντας νέους δυναμικούς κανόνες, νέες κινηματικές «αρχές», άξιες της όποιας υπεράσπισης, κρινόμενες από τους σκοπούς που επιδιώκουν και τον βαθμό αποτελεσματικότητας τους, αφοσιωμένες, υποταγμένες θα έλεγα στο, «που, πότε, πως, γιατί».
Γιάννης Τσίχλας