20/9/2021
|
ΝεκρΑναστάσης
|
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
|
|
Δυο ολάκερα μερόνυχτα τον γυρόφερναν νεκρό μέσα στο σπίτι, και δεν ήξεραν τι να τον εκάμουν.
Κυλούσαν κι οι ώρες και σπούσαν τα κεφάλια τους τι να διαλέξουν.
Να τονε φουντάρουν στη θάλασσα να πάει στο καλό του;
Ν' ανοίξουν κάνα λάκκο στο βουνό, να τονε χώσουν μέσα;
Ή να τον αφήσουν στις Μοίρες, κι όποιος μπερδέψει πάνω του.
Αυτοί 'ταν ξασφαλισμένοι ότι και να διάλεγαν. Έτσι μολογούσαν μεταξύ τους, κι έπαιρναν κουράγιο. Ποιος να τονε ζητούσε άλλωστε, έτσι που ζούσε σα καλόγερος, κατάμονος στην άκρη της ποταμιάς.
Ανέβηκε ο Ήλιος, σήμανε μεσημέρι, κι ακόμα τραβολογούσαν το νου τους να βγάλει κρίση.
- Ανάθεμα την ώρα ρε Αναστάση, ξέσπασε ο μικρός, στο 'πα, ο γέρος δε θα βγάλει κουβέντα για το πού 'χει καταχωνιάσει τις λίρες... Άχνα ο τσιγγούναρος.
- Το 'πες που να σε πάρει ο διάολος, αλλά δε μου 'πες πως είναι και μουγκός!
- Δε το 'ξερα ο μαύρος διάολε, παλιά έλεγε κάνα δυό κουβέντες. Φαίνεται με τα χρόνια τον άφησαν και δαύτες.
Τώρα τι κάνουμε...Ε;
Κι είδες με τι μάτια μάς κοίταζε; Του φιδιού, ακόμα τρέμω σα το σκέφτομαι.
- Τράβα να φέρεις το κάρο, να τονε πάμε για μπάνιο...
Στο δρόμο που πηγαίνανε, χτύπα κούνα - κούνα χτύπα, σα να συνέφερε ο γέρος και σηκώθηκε μισόκορμα.
- Για που με το καλό ρε κουμπάρια; Βρόντηξε η φωνή του πάνω στις πέτρες.
Μιά γυρνά και τονε βλέπει ο Αναστάσης και μιά μένει στον τόπο.
Πέφτει και το ξαδέρφι του στα γόνατα και σκούζει σα σφαχτάρι.
- Δε τις βρήκαμε τις λίρες γέροντα, δε τις βρήκαμε, ησύχασε, στα κόκκαλα της μάνας μου, να μη σώσω να νυχτωθώ, γύρνα στο τόπο σου, στις στοές του Άδη, γύρνα...!
ΠΊΝΑΚΑΣ: Μιχάλης Οικονόμου, Παλιός μύλος.
ΧΡΉΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΎΣΙΟΣ
|
|
1028
|
|
|